- ἀκρελεφάντινος
- ἀκρελεφάντινος, ον, ([etym.] ἄκρος, ἐλέφας)A with extremities of ivory, ἱερόν (i. e. statue) IGRom.3.800 ([place name] Syllium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρελεφάντινος — η, ο (Α ἀκρελεφάντινος, ον) αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἐλεφάντινος] … Dictionary of Greek
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek